- μυχόθεν
- μυχόθενfrom the inmost part of the houseindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μυχόθεν — (Α) επίρρ. από τον μυχό, από τα εσώτατα δωμάτια τού σπιτιού, από τον γυναικωνίτη («ἀωρόνυκτον ἀμβόαμα μυχόθεν ἔλακε περὶ φόβῳ», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μυχός + επιρρμ. κατάλ. θεν, που δηλώνει την από τόπου κίνηση (πρβλ. θεό θεν, κυκλό θεν)] … Dictionary of Greek
LUMINA — publici gaudii in dicium. Suet. de Caes. c. 37. Callici triumphi die ascendit Capitolium ad lumina, quadraginta elephantis dextrâ atque sinistrâ lychnuchos gestantibus. Quod triumphantibus in primis concessum, uti de Duillio, Cornificio, aliis,… … Hofmann J. Lexicon universale
μυχό — ο (ΑΜ μυχός) (κυρίως για κόλπο ή για λιμάνι) το βάθος, το εσώτατο μέρος, το βαθύτερο μέρος (α. «ο μυχός τού κόλπου» β. «μυχῷ δόμου ὑψηλοῑο», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. το εσώτατο μέρος τού σπιτιού, όπου έμεναν οι γυναίκες, ο γυναικωνίτης 2. κόλπος που… … Dictionary of Greek
νεφελόθεν — (Α) επίρρ. από τις νεφέλες, από τα σύννεφα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεφέλη + συνδετικό φων. ο + επιρρμ. κατάλ. θεν (πρβλ. μυχόθεν)] … Dictionary of Greek